- ευάριθμος
- -η, -ο (ΑΜ εὐάριθμος, -ον)ευαρίθμητος, αυτός που μετριέται εύκολα και, άρα, ο ολιγάριθμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ολιγάριθμος — η, ο (Μ ὀλιγάριθμος, ον) (για πλήθος) ο λίγος σε αριθμό, ευάριθμος (α. «ολιγάριθμη συγκέντρωση» 3. «ολιγάριθμο στράτευμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἀριθμός, πρβλ. πολυ άριθμος] … Dictionary of Greek